Çıplak στα ελληνικά
Μετάφραση: çıplak, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γυμνός, τσίτσιδος, γυμνό, γυμνή, γυμνού, γυμνά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- çıkış στα ελληνικά - ανάβαση, έξοδος, θέμα, τεύχος, εξόδου, έξοδο, την έξοδο, ...
- çılgınlık στα ελληνικά - μανία, οργή, ταραχή, λύσσα, φρενίτιδα, παραφροσύνη, τρέλα, ...
- çırak στα ελληνικά - δόκιμος, τσιράκι, μαθητευόμενος, μαθητευόμενο, μαθητευόμενου, μαθητείας
- çığlık στα ελληνικά - φωνάζω, κλαίω, κραυγή, κλήση, στριγκλιά, αγανάκτηση, κατακραυγή, ...
Τυχαίες λέξεις
Çıplak στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: γυμνός, τσίτσιδος, γυμνό, γυμνή, γυμνού, γυμνά
Μεταφράσεις: γυμνός, τσίτσιδος, γυμνό, γυμνή, γυμνού, γυμνά