Λέξη: ζιζάνιο

Σχετικές λέξεις: ζιζάνιο

ήρα ζιζάνιο, κάμερα ζιζάνιο, ζιζάνιο σιταριού, ζιζάνιο σιτηρών, ζιζάνιο wiki, ζιζάνιο στα αγγλικά, ζιζάνιο σολανός, ζιζάνιο λύκος, ζιζάνιο γερμανόσ, ζιζάνιο solanum elaeagnifolium silverleaf nightshade

Συνώνυμα: ζιζάνιο

αίρα, αυθάδης υποκείμενο, πειραχτήρι, φαντασμένος υποκείμενο

Μεταφράσεις: ζιζάνιο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
weed, jackanapes, pest, a weed, weed is
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escardar, mequetrefe, del mequetrefe
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kraut, unkraut, marihuana, Fant, jackanapes, Laffe, Racker
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cibiche, marihuana, désherber, sarcler, polisson, jackanapes
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
erbaccia, sfacciato, jackanapes, presuntuoso, impudente
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
quarta-feira, pateta, jackanapes, do jackanapes, indivíduo arrogante
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wieden, schoffelen, jackanapes, rakkers
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
полоть, выполоть, выпалывать, очищать, избавляться, пропалывать, вычищать, нахал, фат, выскочка, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
jackanapes
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ogräs, SLYNGEL, GLOP, SNOBB, RACKARUNGE, SPRÄTT
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kitkeä, vaate, suruhuntu, rikkaruoho, perata, jackanapes
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
jackanapes
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
plít, odplevelit, fouňa
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pielić, odchwaścić, pleć, małpa, zarozumialec, zuchwalec, jackanapes
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gizgaz, gyom, dudva, szemtelen fráter
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kendini beğenmiş, züppe, jackanapes, şımarık genç, maymun
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
крихітний, нахаба, нахабо, енцефаліт, нахал, хам
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i prapë, prapë, arrogant
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
плевел, нахалник, франт, маймуна, пакостливо дете
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нахабнік, нахаба, бэстынь, прытвора, рызыкант
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kusema, kusi, jackanapes
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čistiti, korov, plijeviti, majmun, uobraženko
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
jackanapes
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
beždžionė, akiplėša, dabita, Draiskulis, Boiko vaikas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nerātnis, āksts, draiskulis, vīzdegunis, pērtiķis
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
jackanapes
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fante, copil obraznic, filfizon, copil prost crescut, încrezut
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plevel, tráva, jackanapes
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tráva, fouňa
Τυχαίες λέξεις