Atik στα ελληνικά
Μετάφραση: atik, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γοργός, γρήγορος, εύστροφος, σβέλτος, ευκίνητος, ευέλικτη, ευέλικτο, ευκίνητη
Μεταφράσεις
- ateşlemek στα ελληνικά - συμψηφίσει, συμψηφιστεί, συμψηφισμού, ξεκίνησε, ξεκίνησαν
- ateşli στα ελληνικά - εμπαθής, παθιασμένος, φλογερός, πύρινος, φλογερό, φλογερή, πύρινη
- atlama στα ελληνικά - αναπηδώ, χοροπηδώ, πηδώ, άλμα, μεταβείτε, πηδούν, πηδήξει, ...
- atlamak στα ελληνικά - πηδώ, άλμα, μεταβείτε, πηδούν, πηδήξει, πηδήσει
Τυχαίες λέξεις
Atik στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: γοργός, γρήγορος, εύστροφος, σβέλτος, ευκίνητος, ευέλικτη, ευέλικτο, ευκίνητη
Μεταφράσεις: γοργός, γρήγορος, εύστροφος, σβέλτος, ευκίνητος, ευέλικτη, ευέλικτο, ευκίνητη