Büyük στα ελληνικά

Μετάφραση: büyük, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απίθανος, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, εξαιρετική, μεγάλες
Büyük στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • büyücü στα ελληνικά - μάγος, μάγο, μάγου, ταχυδακτυλουργός, ταχυδακτυλουργού
  • büyücülük στα ελληνικά - μαγεία, μαγείας, witchcraft, τη μαγεία, η μαγεία
  • büyükelçi στα ελληνικά - πρεσβευτής, πρέσβης, πρεσβευτή, πρέσβη, πρεσβευτής της
  • büyüklük στα ελληνικά - βαθμός, έκταση, μέγεθος, μεγέθους, το μέγεθος, μέγεθος του, του μεγέθους
Τυχαίες λέξεις
Büyük στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: απίθανος, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, εξαιρετική, μεγάλες