Λέξη: αλεπού

Σχετικές λέξεις: αλεπού

αλεπού fennec, αλεπού ζουζούνια, αλεπού κατοικίδιο, αλεπού ονειροκρίτης, αλεπού και λελέκι, αλεπού του ολύμπου, αλεπού βικιπαίδεια, αλεπού κολωνάκι, αλεπού φενέκ, αλεπού στην ελλάδα

Συνώνυμα: αλεπού

αλώπηξ

Μεταφράσεις: αλεπού

αλεπού στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fox, foxes

αλεπού στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
zorro, Fox, del zorro, de zorro, zorra

αλεπού στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verblüffen, hereinlegen, verwirren, betrügen, fuchs, Fuchs, fox, Fuchses

αλεπού στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
attraper, tromper, renard, confondre, Fox, le renard, renards, de renard

αλεπού στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
volpe, Fox, di volpe, della volpe, volpi

αλεπού στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
raposa, galinha, Fox, de raposa, da raposa, a Fox

αλεπού στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vos, Fox, de Vos, vossen

αλεπού στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лис, лиса, хитрец, Fox, Фокс, лисица, лисы

αλεπού στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rev, fox, reven, av Fox

αλεπού στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
räv, Fox, räven

αλεπού στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huijata, sekoittaa, hämmentää, kettu, repo, fox, ketun, Foxin, kettua

αλεπού στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ræv, fox, ræven, ræve

αλεπού στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
liška, lišák, fox, lišky, lohan, lišku

αλεπού στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
lis, filut, zdezorientować, fox, lisa, lisy, lisów

αλεπού στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
róka, Fox, a Fox, rókát

αλεπού στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tilki, fox, The Fox, tilkisi

αλεπού στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лисиця, лис, лиса

αλεπού στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dhelpër, dhelpra, fox, Foks, dhelpra e

αλεπού στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лисица, лисица'^, Fox, Фокс, лисицата, лисици

αλεπού στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лiсiца, ліса, лісіца

αλεπού στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rebane, Fox, rebase, rebast, rebaste

αλεπού στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lisica, Fox, lisac, lisicu, je lisica

αλεπού στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
refur, refurinn, Fox, tófa, ref

αλεπού στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
vulpes

αλεπού στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lapė, Fox, lapės, lapių

αλεπού στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apmulsināt, izjaukt, lapsa, fox, lapsas, lapsu

αλεπού στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лисица, Фокс, лисицата, Fox, лисици

αλεπού στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
înşela, vulpe, fox, vulpea, de vulpe, vulpi

αλεπού στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lisica, liška, fox, lisice, lisjak, lisic

αλεπού στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
líška, liška, fox

Στατιστικά δημοτικότητας: αλεπού

Τυχαίες λέξεις