Λέξη: αλεύρι

Σχετικές λέξεις: αλεύρι

αλεύρι ζέας, αλεύρι dinkel, αλεύρι ντίνκελ, αλεύρι 00, αλεύρι θερμίδες, αλεύρι ζέα, αλεύρι που φουσκώνει μόνο του, αλεύρι καρύδας, αλεύρι τύπου 00, αλεύρι για τσουρέκι

Συνώνυμα: αλεύρι

άλευρο

Μεταφράσεις: αλεύρι

αλεύρι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
flour, of flour, the flour, meal

αλεύρι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
harina, harina de, la harina, de harina, harinas

αλεύρι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mehl, Mehl, Mehle

αλεύρι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
farine, la farine, de farine, farines, de la farine

αλεύρι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
farina, farina di, farine, la farina, di farina

αλεύρι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
solha, farinha, farinha de, farinhas, de farinha, a farinha

αλεύρι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bloem, meel, meel van, van meel

αλεύρι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мука, крупчатка, пудра, порошок, мучной, муки, муку

αλεύρι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mel, hvetemel, melet, fint mel

αλεύρι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mjöl, mjölet, för mjöl

αλεύρι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jauho, jauhot, jauhoja, jauhojen, jauhoista

αλεύρι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mel, mel af, af mel

αλεύρι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mouka, moučka, mouky, mouku, moučn

αλεύρι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mąka, mączka, mąki, mąkę, flour

αλεύρι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
liszt, lisztet, a liszt, lisztből, liszttel

αλεύρι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
un, unu, unlu

αλεύρι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
борошно, порошок

αλεύρι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
miell, miellit, mielli, majë, miellin

αλεύρι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
брашно, брашното, брашна, на брашно

αλεύρι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мука, парашок, порошок

αλεύρι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jahvatama, paneerima, jahu, jahust, püüli-, lihtjahu, peen-

αλεύρι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
brašno, prah, brašna, tjesteninama

αλεύρι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hveiti, mjöl, fín-, mjöli

αλεύρι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
miltai, miltų, miltus, milteliai, flour

αλεύρι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
milti, miltu, pulveris, miltus, miltiem

αλεύρι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
брашното, брашно, на брашно, брашно од

αλεύρι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fin, făină, faina, făină de, făina, făinii

αλεύρι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
moka, moke, moko, flour

αλεύρι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
múka, múky, múčka

Στατιστικά δημοτικότητας: αλεύρι

Τυχαίες λέξεις