Benzin στα ελληνικά
Μετάφραση: benzin, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αέριο, βενζίνη, βενζίνης, της βενζίνης, τη βενζίνη, η βενζίνη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- benzerlik στα ελληνικά - αναλογία, ομοιότητα, ομοιότητας, της ομοιότητας, ομοιότητες, την ομοιότητα
- benzetmek στα ελληνικά - μιμούμαι, παρομοιάζω
- beraber στα ελληνικά - μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, καθώς και
- berk στα ελληνικά - δυνατός, εταιρία, σταθερός, εδραίος, Berk, Μπερκ, Το Berk, ...
Τυχαίες λέξεις
Benzin στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: αέριο, βενζίνη, βενζίνης, της βενζίνης, τη βενζίνη, η βενζίνη
Μεταφράσεις: αέριο, βενζίνη, βενζίνης, της βενζίνης, τη βενζίνη, η βενζίνη