Λέξη: δέρμα

Σχετικές λέξεις: δέρμα

δέρμα νάπα, δέρμα βακέτα, δέρμα τελατίνι, δέρμα με το μέτρο, δέρμα σαμουά, δέρμα στις φλόγες κριτική, δέρμα ονειροκρίτης, δέρμα ακμή aknof, δέρμα σεβρώ, δέρμα στις φλόγες

Συνώνυμα: δέρμα

τομάρι, πετσί, φλοιός, φλούδα, δερμίς, περίβλημα, υμήν, κάλυμμα

Μεταφράσεις: δέρμα

δέρμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
skin, leather, the skin

δέρμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hollejo, descascarar, piel, pelar, mondar, tez, la piel, de la piel, de piel, piel de

δέρμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
haut, fell, schälen, schale, Haut, der Haut, die Haut

δέρμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cuir, peler, teint, peau, écorce, dépouille, pellicule, fourrure, pelure, enveloppe, épiderme, éplucher, écorcher, croûte, décortiquer, la peau, cutanée, peaux, cutané

δέρμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cute, epidermide, pelle, buccia, sbucciare, la pelle, della pelle, skin

δέρμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desnatar, cútis, pele, da pele, a pele, de pele

δέρμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schil, vel, pels, huid, vacht, de huid, achtergrond, skin

δέρμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шкура, заживляться, обтяжка, свежевать, линять, обдирать, плена, кожура, кожица, эпидерма, пенка, шкурка, бурдюк, зажить, кожа, кожи, кожей, кожу, за кожей

δέρμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skinn, hud, huden, skin, hudens, folie

δέρμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skinn, hud, huden, hudens, Skin

δέρμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nylkeä, kesi, talja, kavuta, nahka, vuota, kuori, iho, kalvo, ihon, ihoa, iholle, ihoon

δέρμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skind, hud, huden, hudens, skin

δέρμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pokožka, pleť, oloupat, kožka, obal, kůra, slupka, loupat, kůžička, kůže, pokožku, kožní, pokožky

δέρμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
warstwa, karnacja, zarastać, kutwa, osłonka, obierać, skórka, powłoka, bukłak, zasklepiać, skóra, naskórek, łupina, kożuch, obdzierać, cera, skóry, skórę

δέρμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
dolcsi, öntvénykéreg, koton, oxidréteg, gebe, pergament, hurkabél, hamisjátékos, kéreg, díszvakolat, bél, héjlemezelés, bőr, bőrt, a bőr, bőrön, bőrrel

δέρμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
deri, cilt, ten, cildin, cildi

δέρμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шкура, шкіра, кірка, кожа

δέρμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lëkurë, lëkurës, të lëkurës, lëkurën Për, për lëkurën Për

δέρμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кожа, кожата, на кожата, с кожата, за кожата

δέρμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
скура, кожа

δέρμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nahk, nülgima, naha, nahka, nahale, nahaga

δέρμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
koža, površina, kožu, svući, koza, ljuska, kože, koži, skin

δέρμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hörund, bjór, húð, húðina, húðin, í húð, húðinni

δέρμα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
corium, pellis

δέρμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
oda, odos, odą, odai, odelė

δέρμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
āda, ādas, ādu, skin, ādiņu

δέρμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кожата, кожа, на кожата, кожни

δέρμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
piele, pielii, pielea, a pielii, de piele

δέρμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
koža, kože, skin, kožo, kožni

δέρμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pleť, koža, kože, pokožky

Στατιστικά δημοτικότητας: δέρμα

Τυχαίες λέξεις