Λέξη: αεριωθούμενο

Σχετικές λέξεις: αεριωθούμενο

αεριωθούμενο αεροπλάνο, αεριωθούμενο ετυμολογια

Συνώνυμα: αεριωθούμενο

πίδακας, τζέτ, φωτοβολίδα, πύραυλος, αεριοθούμενο αεροπλάνο

Μεταφράσεις: αεριωθούμενο

αεριωθούμενο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
jet, a jet, jetliner

αεριωθούμενο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
chorro, surtidor, azabache, jet, chorro de, de chorro, de chorro de

αεριωθούμενο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wasserstrahl, düse, ausstoßen, strahl, düsenflugzeug, Jet, Strahl

αεριωθούμενο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
jaillir, rejaillir, jet, gicleur, flux, jais, tuyère, buse, gicler, réacteur, ruisseau, jets, à jet, réaction

αεριωθούμενο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aviogetto, zampillo, getto, jet, a getto, getto di

αεριωθούμενο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jato, jet, jacto, jacto de, jato de

αεριωθούμενο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
jet, straal, straalvliegtuig, straalvliegtuigen

αεριωθούμενο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жиклер, литник, патрубок, гагат, струя, форсунка, факел, брызгать, реактивный, струи, реактивных, реактивного

αεριωθούμενο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
jetfly, stråle, jet

αεριωθούμενο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stråle, jet, strålen, trålen

αεριωθούμενο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
purskauttaa, tirskua, purskaus, ruiskahdus, suihku, suihkukone, jet, suihkun

αεριωθούμενο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
jet, stråle, strålen, jetfly

αεριωθούμενο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vystřikovat, tryska, proud, hubice, tryskat, tryskový, jet, tryskové

αεριωθούμενο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wytrysk, strumień, struga, tryskać, bluzgać, dżet, odrzutowiec, rozpylacz, dysza, gagatek, gagat, odrzutowy, jet, strumieniem

αεριωθούμενο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rakétasugár, szurokszén, lökhajtásos, sugárhajtású, folyadéksugár, szurokfekete, gázsugár, holtfej, jet, sugár, sugárhajtómű

αεριωθούμενο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
jet, püskürtmeli, jeti, püskürtme, Projeler

αεριωθούμενο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
реактивний

αεριωθούμενο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
reaktiv, jet, avion, të jet, avioni

αεριωθούμενο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
струя, джет, струен, реактивни, струйно

αεριωθούμενο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэактыўны

αεριωθούμενο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
reaktiivmootor, pihusti, juga, JET, reaktiivlennukite, joa, reaktiivkütus

αεριωθούμενο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slavina, mlaz, mlazni, Jet, mlaznog

αεριωθούμενο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þota, Jet

αεριωθούμενο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
reaktyvinis, srove, Jet, reaktyvinių, reaktyviniai

αεριωθούμενο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
strūkla, strūklas, reaktīvo, jet, reaktīvo dzinēju

αεριωθούμενο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
авион, џет, млазни, млаз, авионските

αεριωθούμενο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
jet, jet de, cu jet, cu jet de, avion

αεριωθούμενο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
jet, curek, curkom, curka, reaktivno

αεριωθούμενο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tryská, prúd, prúdu, prúdom
Τυχαίες λέξεις