Dolandırıcı στα ελληνικά

Μετάφραση: dolandırıcı, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλαστός, πλαστογραφία, κάλπικος, δόλος, απάτη, απατεώνας, απατεώνα
Dolandırıcı στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dokunulmazlık στα ελληνικά - αντίσταση, ασυδοσία, ανοσία, αντοχή, ασυλία, ασυλίας, ανοσίας, ...
  • dokuz στα ελληνικά - εννέα, εννιά, των εννέα, από εννέα
  • dolandırıcılık στα ελληνικά - απάτη, δόλος, απάτης, της απάτης, απάτες, την απάτη
  • dolap στα ελληνικά - ντουλάπι, ντουλάπα, ντουλαπιών, ντουλάπας, closet
Τυχαίες λέξεις
Dolandırıcı στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλαστός, πλαστογραφία, κάλπικος, δόλος, απάτη, απατεώνας, απατεώνα