Δόλος στα τούρκικα
Μετάφραση: δόλος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dolandırıcı, hile, dolandırıcılık, aldatma, aldatmacadır, yalan, aldatmacası
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δόλος
ενδεχόμενοσ δόλοσ, δόλος συνώνυμα, γενικός δόλος, δούλος ετυμολογία, δόλοσ αγγλικά, δόλος λεξικό γλώσσας τούρκικα, δόλος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- δόκιμος στα τούρκικα - çırak, oğul, cadet, Harbiyeli, askeri öğrenci, aday
- δόλιος στα τούρκικα - dolaylı, gizlenmiş, gizlenen, gözlemliyor, bakıyorlar, pusuya
- δόλωμα στα τούρκικα - yem, yemi, bait, tuzak yemi, bir yem
- δόνηση στα τούρκικα - titreşim, salınım, vibrasyon, titreşimi, titreşimli, titreşime
Τυχαίες λέξεις
Δόλος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: dolandırıcı, hile, dolandırıcılık, aldatma, aldatmacadır, yalan, aldatmacası
Μεταφράσεις: dolandırıcı, hile, dolandırıcılık, aldatma, aldatmacadır, yalan, aldatmacası