Hor στα ελληνικά

Μετάφραση: hor, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψιλός, αραιός, αραιώνω, λιγνός, περιφρόνηση, περιφρόνησης, την περιφρόνηση, καταφρόνηση, περιφρόνησή
Hor στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hol στα ελληνικά - αίθουσα, Hall, αίθουσας, Μέγαρο, χωλ
  • hoppalık στα ελληνικά - επιπολαιότητα, hoity
  • horlama στα ελληνικά - ροχαλίζω, ραγχαλίζω, ροχαλητό, ροχαλητού, ροχαλίζουν
  • horoz στα ελληνικά - κόκορας, πετεινός, κρουνός, καβλί, κόκορα, στρόφιγγα
Τυχαίες λέξεις
Hor στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψιλός, αραιός, αραιώνω, λιγνός, περιφρόνηση, περιφρόνησης, την περιφρόνηση, καταφρόνηση, περιφρόνησή