Iskelet στα ελληνικά

Μετάφραση: iskelet, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλαισιώνω, σκελετός, πλαίσιο, σώμα, σκελετό, σκελετού, του σκελετού
Iskelet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • isfendan στα ελληνικά - από, από την, από το, από τις, από τη
  • isim στα ελληνικά - τίτλος, ονομάζω, επωνυμία, ονομασία, όνομα, δεδομένο όνομα, συγκεκριμένο όνομα, ...
  • iskemle στα ελληνικά - σκαμπό, έδρανο, σκαμνί, καρέκλα, προεδρία, καρεκλάκι, καρέκλας, ...
  • ispat στα ελληνικά - μαρτυρία, πειστήριο, απόδειξη, στοιχεία, αποδείξεις, απόδειξης, αποδείξεως, ...
Τυχαίες λέξεις
Iskelet στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλαισιώνω, σκελετός, πλαίσιο, σώμα, σκελετό, σκελετού, του σκελετού