Λέξη: ομιλητής
Σχετικές λέξεις: ομιλητής
ομιλητής μετάφραση, φυσικός ομιλητής, γηγενής ομιλητής, ιδανικός ομιλητής, ομιλητής en francais, ομιλητής στα γαλλικά, ομιλητής αγγλικά, παπανδρέου ομιλητής
Συνώνυμα: ομιλητής
φλύαρος, ομιλιτής, μεγάφωνο, ρήτωρ, πρόεδρος βουλής, λέκτορας, υφηγητής, πρόεδρος συνεδρίου
Μεταφράσεις: ομιλητής
ομιλητής στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
speaker, lecturer, talker, a speaker, speaker is
ομιλητής στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
altavoz, orador, hablante, del altavoz, de altavoces
ομιλητής στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
redner, sprecher, rednerin, sprecherin, box, referent, lautsprecher, lautsprecherbox, Sprecher, Lautsprecher, Redner, Referent
ομιλητής στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
conférencier, parleur, haut-parleur, locuteur, interlocuteur, orateur, enceinte
ομιλητής στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
altoparlante, oratore, speaker, diffusore, altoparlanti
ομιλητής στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alto-falante, falante, orador, altifalante, altofalante
ομιλητής στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spreker, luidspreker, speaker, luidsprekers, luidsprekersysteem
ομιλητής στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
динамик, диктор, говорящий, оратор, громкоговоритель, докладчик, тот, рупор, спикер, динамика
ομιλητής στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
taler, høyttaler, speaker, høyttaleren, høyttalere
ομιλητής στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
talare, högtalare, talaren, högtalar, högtalaren
ομιλητής στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
esitelmöijä, puhuja, kaiutin, kaiuttimen, puhujan, kaiuttimien
ομιλητής στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
højttaler, taler, højtaler, højttaleren, taleren
ομιλητής στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
řečník, mluvčí, reproduktor, reproduktoru, reproduktorů
ομιλητής στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
głośnik, spiker, prelegent, mówca, megafon, referent, ojczysty, głośników, głośnika
ομιλητής στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szónok, hangszóró, hangsugárzó, beszélő, hangszórót, hangfal
ομιλητής στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sözcü, spiker, konuşmacı, hoparlör, hoparlörü, hoparlörlü, hoparlörün
ομιλητής στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
динамік
ομιλητής στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kryetar, folës, Gjuha, kryetari, drejtues
ομιλητής στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
оратор, говорител, високоговорител, високоговорителя, високоговорителите
ομιλητής στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дынамік
ομιλητής στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rääkija, kõneleja, spiiker, kõlar, kõlari, kõlarite, esineja
ομιλητής στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zvučnik, govornik, zvučnika, zvučnički, speaker
ομιλητής στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hátalari, ræðumaður, hátalara, talar, hátalarar
ομιλητής στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
garsiakalbis, kalbėtojas, garsiakalbio, speaker, garsiakalbių
ομιλητής στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skaļrunis, runātājs, speaker, skaļruņu, skaļruņa
ομιλητής στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
звучници, звучник, говорник, говорникот, спикер
ομιλητής στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vorbitor, megafon, difuzor, speaker, difuzorului
ομιλητής στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
govornik, zvočnik, zvočnikov, govorec, zvočnika
ομιλητής στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
reproduktor, reproduktory, reproduktora, reproduktorov
Τυχαίες λέξεις