Kural στα ελληνικά
Μετάφραση: kural, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποφασίζω, βασιλεύω, ρύθμιση, κανονισμός, ιθύνω, κανόνας, κανόνα, κράτους, κράτος, τον κανόνα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kurak στα ελληνικά - ξηρός, στεγνός, ξερός, άνυδρες, άγονες, ξηρές
- kuraklık στα ελληνικά - ξηρασία, ξηρασίας, της ξηρασίας, την ξηρασία, η ξηρασία
- kuram στα ελληνικά - θεωρία, θεωρίας, τη θεωρία, θεωρητικά, η θεωρία
- kurban στα ελληνικά - θυσία, θυσιάζω, θύμα, θύματος, θύματα, θυμάτων, των θυμάτων
Τυχαίες λέξεις
Kural στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποφασίζω, βασιλεύω, ρύθμιση, κανονισμός, ιθύνω, κανόνας, κανόνα, κράτους, κράτος, τον κανόνα
Μεταφράσεις: αποφασίζω, βασιλεύω, ρύθμιση, κανονισμός, ιθύνω, κανόνας, κανόνα, κράτους, κράτος, τον κανόνα