Βασιλεύω στα τούρκικα

Μετάφραση: βασιλεύω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yönerge, ilke, kural, cetvel, saltanat, yönetmek, saltanatı, egemenlik, hüküm, saltanatında
Βασιλεύω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βασιλεύω

βασιλεύω ετυμολογία, βασιλεύω λεξικό γλώσσας τούρκικα, βασιλεύω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • βασικός στα τούρκικα - temel, bazik, basit, temel bir
  • βασιλεία στα τούρκικα - saltanat, saltanatı, egemenlik, hüküm, saltanatında
  • βασιλιάς στα τούρκικα - kral, king, kralı, kralın, şah
  • βασιλικός στα τούρκικα - fesleğen, Basil, fesleğenli, reyhan
Τυχαίες λέξεις
Βασιλεύω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yönerge, ilke, kural, cetvel, saltanat, yönetmek, saltanatı, egemenlik, hüküm, saltanatında