Mühürlemek στα ελληνικά
Μετάφραση: mühürlemek, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βούλα, φώκια, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- müfettiş στα ελληνικά - επιθεωρητής, επόπτης, ελεγκτής, επιθεωρητή, επιθεώρησης, ελεγκτή
- mühim στα ελληνικά - σημαντικός, σπουδαίος, σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές
- mükafat στα ελληνικά - ανταμοιβή, αμοιβή, ανταμοιβής, επιβράβευση, τρίτων
- mükafatlandırmak στα ελληνικά - ανταμοιβή, ανταμοιβής, αμοιβή, επιβράβευση, τρίτων
Τυχαίες λέξεις
Mühürlemek στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: βούλα, φώκια, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης
Μεταφράσεις: βούλα, φώκια, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης