Mum στα ελληνικά

Μετάφραση: mum, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κερί, κεριών, κεριού, κεριά, των κεριών
Mum στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mukaddes στα ελληνικά - ιερός, πανάγιος, ιερό, ιερή, ιερά, ιερού
  • muktedir στα ελληνικά - ικανός, ικανό, ικανή, ικανά, ικανές
  • mumya στα ελληνικά - μούμια, μαμά, μούμιας, μούμια του, μουμιών
  • mumyalamak στα ελληνικά - ταριχεύω, βαλσαμώνω, βαλσάμωναν, βαλσαμώνουν, ταρίχευση, βαλσάμωναν τα
Τυχαίες λέξεις
Mum στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: κερί, κεριών, κεριού, κεριά, των κεριών