Λέξη: μασώ

Συνώνυμα: μασώ

συλλογίζομαι, στοχάζομαι, δαγκάνω, ανυπομονώ

Μεταφράσεις: μασώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chew, masticate, champ
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mascar, rumiar, masticar, masticate, mastican, masticar el
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kauen, zerkauen, masticate, mastizieren, zerkleinern
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mastiquer, mâcher, mâchent, chiquer, mâchement, mâchons, remâcher, mâchez, mastication, ruminer, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rimuginare, masticare, masticate
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mastigar, mastigação, mascar, masticate, mastigam, triturar, mastiga
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kauwen, masticate, te kauwen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пережевывать, разжевывать, заесть, заедать, сгрызать, сгрызть, прожевывать, разжевать, прожевать, пожевать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tygge, masticate
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tugga, tugga sönder, sönderdela
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tuppo, mälli, märehtiä, tukko, tukku, purra, pureskella, jauhaa hienoksi, survoa hienoksi
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tygge
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
žvýkat, přežvykovat, přemýšlet
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zgryźć, przeżuwać, przeżuć, rozgryzać, żuć, miażdżyć
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rágás, rág, pépesít, darál, masztiká-, masztiká- lása
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çiğnemek, masticate
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жуйка, жувати, жуйте, пережовувати, ремиґати
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ngjesh, përtyp, mbllaçit, përçap, të ngjesh
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жвачка, дъвча, дъвче, онанирам, сдъвквам
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
перажоўваць, пережевывать, жаваць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mäluma, närima, Survoa peeneks, Jahvatada peeneks
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
žvakati, žvakanja
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
masticate
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kramtyti, pakramtyti, plastikuoti, Miażdżyć, Przeżuwać
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
košļāt
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
masticate
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mastica, mesteca, mestecă
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Žvečiti
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
žuvať, žuť, prežúvať, hrýzť, rozhrýzť
Τυχαίες λέξεις