Penis στα ελληνικά
Μετάφραση: penis, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέλος, στέλεχος, πέος, πέους, το πέος, του πέους, πεών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pek στα ελληνικά - πράγματι, αλήθεια, δεξιός, σωστός, πολύ, πραγματικός, δικαίωμα, ...
- pencere στα ελληνικά - παράθυρο, window, παραθύρου, το παράθυρο, παράθυρο του
- pense στα ελληνικά - τσιμπίδα, λαβίδες, λαβίδων, συρματοκόφτη, nippers
- pençe στα ελληνικά - νύχι, πόδι ζώου, πόδι, ποδιού, πέλματος, πέλμα
Τυχαίες λέξεις
Penis στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέλος, στέλεχος, πέος, πέους, το πέος, του πέους, πεών
Μεταφράσεις: μέλος, στέλεχος, πέος, πέους, το πέος, του πέους, πεών