Sürüklemek στα ελληνικά
Μετάφραση: sürüklemek, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σέρνω, τραβώ, έλξη, σύρετε, drag, οπισθέλκουσας, αντίσταση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- sürü στα ελληνικά - κοπάδι, σμάρι, σμήνος, συρρέω, αγέλη, αγέλης, ζωικού κεφαλαίου, ...
- sürücü στα ελληνικά - οδηγός, αυτοκίνητο, δίσκο, δίσκου, κίνησης, μονάδα
- sürüngen στα ελληνικά - ερπετό, έρπων, ερπετών, ερπετά, ερπετού
- sürünmek στα ελληνικά - σύρσιμο, μπουσουλάω, σύρομαι, ερπυσμός, ερπυσμού, ερπυσμό, ολίσθησης, ...
Τυχαίες λέξεις
Sürüklemek στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: σέρνω, τραβώ, έλξη, σύρετε, drag, οπισθέλκουσας, αντίσταση
Μεταφράσεις: σέρνω, τραβώ, έλξη, σύρετε, drag, οπισθέλκουσας, αντίσταση