Λέξη: αποταμίευση

Σχετικές λέξεις: αποταμίευση

αποταμίευση βικιπαιδεια, αποταμίευση για όλουσ, αποταμίευση παροιμίες, αποταμίευση ορισμός, αποταμίευση έκθεση, αποταμίευση νηπιαγωγείο, αποταμίευση στο νηπιαγωγείο, αποταμίευση για παιδιά, αποταμίευση χρημάτων, αποταμίευση σχολείο

Συνώνυμα: αποταμίευση

λιτότης, λιτότητα, οικονομία

Μεταφράσεις: αποταμίευση

αποταμίευση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
saving, savings, warehousing, warehouse, warehouses

αποταμίευση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ahorro, economía, ahorros, de ahorro, ahorro de, el ahorro

αποταμίευση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gesichert, speichern, ersparnis, sichernd, kapierend, preisvorteil, erlösung, Ersparnisse, Spareinlagen, Einsparungen, Spar

αποταμίευση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
épargnant, salutaire, stocker, salut, délivrance, sauvant, épargne, sauvetage, libération, économie, épargnes, économies, des économies, l'épargne

αποταμίευση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
risparmio, economia, risparmi, di risparmio, sconti interessanti, risparmio di

αποταμίευση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
poupanças, poupança, economias, economia, de poupança

αποταμίευση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
besparing, spaargeld, besparingen, spaargelden, besparen

αποταμίευση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
спасающий, спасительный, бережливый, экономный, экономия, сбережения, экономии, сбережений, экономию

αποταμίευση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sparing, besparelser, innsparinger, besparelse

αποταμίευση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
besparing, besparingar, sparande, spar, besparingarna

αποταμίευση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
varjelu, pelastava, säästäväinen, varjeleminen, säästö, säästöt, säästöjä, säästöjen, säästää

αποταμίευση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
besparelser, opsparing, besparelse, fra opsparing

αποταμίευση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zachraňování, spoření, úspora, spásný, záchrana, šetření, úspory, úspor, úsporám

αποταμίευση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zbawienny, oszczędny, zbawczy, oszczędności, oszczędność, Umożliwiamy, oszczędności w, oszczędnościowe

αποταμίευση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megtakarítás, megtakarítások, megtakarítási, megtakarítást, megtakarításokat

αποταμίευση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tasarruf, tasarrufu, tasarruflar, tasarrufları

αποταμίευση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
порятунок, економія, заощадити

αποταμίευση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kursime, kursimet, kursimeve, kursimet e, e kursimeve

αποταμίευση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спестяване, спестявания, икономии, спестяванията, икономии на

αποταμίευση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эканомія

αποταμίευση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kokkuhoid, päästmine, päästev, hoiused, kokkuhoidu, kokkuhoiu, säästud

αποταμίευση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čuvaran, ušteda, čuvarnost, štednja, spašavanja, uštede, štednje, štedni

αποταμίευση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sparnað, sparnað á, frábæran sparnað, sparnaði, frábæran sparnað á

αποταμίευση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
santaupos, taupymo, sutaupyti, taupymas, santaupų

αποταμίευση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ietaupījums, ietaupījumi, ietaupījumu, ietaupījumus, Ilgākam

αποταμίευση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
заштеди, штедење, заштеда, заштеда на, заштеди на

αποταμίευση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
economie, economii, economiile, de economii, economiilor

αποταμίευση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prihranki, prihrankov, prihranek, varčevanje, prihranke

αποταμίευση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
úsporný, úspory, úspor, úsporu, úspora, šetrenie
Τυχαίες λέξεις