Λέξη: εκχύλισμα

Σχετικές λέξεις: εκχύλισμα

εκχύλισμα φυκιών, εκχύλισμα χαμομηλιού, εκχύλισμα σπόρων γκρέιπφρουτ, εκχύλισμα φύλλων κόκκινης αμπέλου, εκχύλισμα δενδρολίβανου, εκχύλισμα μέντας, εκχύλισμα σκόρδου, εκχύλισμα αμαμελίδας, εκχύλισμα πικραλίδας, εκχύλισμα μηλόξυδου βρομελίνης

Συνώνυμα: εκχύλισμα

απόσταγμα

Μεταφράσεις: εκχύλισμα

εκχύλισμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
extract, extract was, extract is, extract of

εκχύλισμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sacar, extracto, extraer, extracto de, el extracto, de extracto, el extracto de

εκχύλισμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
auszug, destillieren, extrakt, Extrakt, Ausschnitt, Auszug

εκχύλισμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
étirer, gagner, retirer, tirer, essence, arracher, extraient, extrayez, tirage, obtenir, extrayons, enlever, relevé, extrait, extraire, extrais, l'extrait, extrait de, extraits

εκχύλισμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
estratto, stralcio, estratto di, dell'estratto, estratti, l'estratto

εκχύλισμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
extinguir, extrair, extrato, extracto, extracto de, extrato de

εκχύλισμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
passage, afleiden, extract, uittreksel, extract van

εκχύλισμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вытянуть, выбирать, выписывать, выписать, удалиться, втаскивать, вынуть, экстрагировать, извлекать, вытаскивать, вытягивать, выварить, экстракт, экстракта, выписка, выдержка, извлечение

εκχύλισμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ekstrakt, utdrag, extract, ekstraktet

εκχύλισμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utdrag, extrakt, extraktet

εκχύλισμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ote, mehu, uute, uutos, uutetta, uutteen, otteen

εκχύλισμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uddrag, ekstrakt, ekstraktet, ekstrakten

εκχύλισμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výtažek, úryvek, získávat, extrakt, vytrhnout, výpis, vyjmout, vyjímat, vydobýt, výtah, těžit, extrahovat, dobývat, výňatek, vytáhnout, vyluhovat, extraktu, extrakt z

εκχύλισμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyciągać, wypruć, wyłudzić, wyłudzać, wyodrębniać, wydobywać, wyrwać, ekstrahować, wydobyć, wyodrębnić, wyrywać, uzyskać, wyciąg, ekstrakt, wypis, ekstraktu, ekstrakt z

εκχύλισμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
extraktum, párlat, kivonat, extraktumot, kivonatot, kivonata

εκχύλισμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
özüt, öz, özü, ekstresi, ekstraktı

εκχύλισμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
витягнути, вилучення, випис, виписка, витяг, екстракт

εκχύλισμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ekstrakt, ekstrakti, ekstrakti i, ekstrakt të, fragment

εκχύλισμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
извлечение, екстракт, екстракт от, екстракти от

εκχύλισμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
экстракт

εκχύλισμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
väljavõte, ekstrakt, ekstrakti, väljavõtte, ekstraktis

εκχύλισμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
iscijediti, istisnuti, iščupati, izvod, izdvojiti, ekstrakt, ekstrakta, izvadak, izvuci, ekstrakti

εκχύλισμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þykkni, útdrátturinn, útdráttur, seyðið, seyði

εκχύλισμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ištrauka, traukti, ekstraktas, ekstrakto, išrašas

εκχύλισμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izvilkums, ekstrakts, ekstraktu, ekstrakta, izraksts, izrakstu

εκχύλισμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
екстракт, екстрактот, извадок, екстракт од, извод

εκχύλισμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
distila, fragment, extract, extract de, extras, extractului, extractul de

εκχύλισμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dobivat, koncentrát, ekstrakt, izvleček, izpisek, ekstrakta, izvlečka

εκχύλισμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
koncentrát, výťažok, extrakt, výtažok, výťažok z

Στατιστικά δημοτικότητας: εκχύλισμα

Τυχαίες λέξεις