Taç στα ελληνικά
Μετάφραση: taç, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στέμμα, κορόνα, θήκη, κορώνα, στεφάνι, κόμης, κορώνας
Μεταφράσεις
- tazelemek στα ελληνικά - φρεσκάρω, ανανέωσης, Ανανέωση, Refresh, Επικοινωνία Refresh
- tazminat στα ελληνικά - αποζημίωση, αποζημίωσης, αντιστάθμιση, αντιστάθμισης, αποζημιώσεως
- taş στα ελληνικά - πετροβολώ, λιθοβολώ, ροκ, λικνίζω, πέτρα, κουνώ, πέτρινο, ...
- taşlama στα ελληνικά - λιθοβολισμός, λιθοβολισμού, λιθοβολισμό, ο λιθοβολισμός, των κουκουτσιών
Τυχαίες λέξεις
Taç στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: στέμμα, κορόνα, θήκη, κορώνα, στεφάνι, κόμης, κορώνας
Μεταφράσεις: στέμμα, κορόνα, θήκη, κορώνα, στεφάνι, κόμης, κορώνας