Úsporný στα ελληνικά
Μετάφραση: úsporný, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οικονομικός, φειδωλός, οικονομία, σωτηρία, εξοικονόμηση, εξοικονόμησης, αποθήκευση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bod στα ελληνικά - κομμάτι, σημαίνω, τσιτώνω, δείχνω, επισημαίνω, σημειώνω, κουκίδα, ...
- džínsy στα ελληνικά - τζιν, τζην, jeans, τα τζιν
- farizejský στα ελληνικά - φαρισαϊκός, διακιοφανής, φαρισαϊκή, ενάρετοι, φαρισαϊκής
- nuzák στα ελληνικά - άπορος, φτωχός, απόρων, ζητιάνο, πένης
Τυχαίες λέξεις
Úsporný στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οικονομικός, φειδωλός, οικονομία, σωτηρία, εξοικονόμηση, εξοικονόμησης, αποθήκευση
Μεταφράσεις: οικονομικός, φειδωλός, οικονομία, σωτηρία, εξοικονόμηση, εξοικονόμησης, αποθήκευση