Λέξη: φοίνικας

Σχετικές λέξεις: φοίνικας

φοίνικας σύρου - ολυμπιακός, φοίνικας μυθολογία, φοίνικας ασφαλιστική, φοίνικας bikes, φοίνικας σύρου, φοίνικας ξενοδοχείο, φοίνικας φυτό, φοίνικας λάρισας, φοίνικας αρέκα, φοίνικας κουφονήσια

Συνώνυμα: φοίνικας

παλάμη, βάγιο

Μεταφράσεις: φοίνικας

φοίνικας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
palm, Finikas, Phoenix, palm tree, Foinikas

φοίνικας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
palma, palmera, de palma, la palma, palma de

φοίνικας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
palme, handfläche, band, medaille, schaufel, Handfläche, Palme, palm, Palmen

φοίνικας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
paume, ruban, palmier, médaille, palme, Palm, palmiers

φοίνικας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
palma, palmo, Palm, di palma, palme

φοίνικας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
medalha, faixa, tira, fita, palestina, palma, banda, palmeira, de palma, palm, palma da mão

φοίνικας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bal, band, palm, lint, medaille, palmtak, handpalm, penning, palmbomen, palmen, de palm

φοίνικας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ладонь, пальма, гладить, лопасть, горсть, сбывать, пятерня, лапа, длань, триумф, медаль, клапан, ладони, пальмовое

φοίνικας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
håndflate, palme, palm, flaten, håndflaten, hånd

φοίνικας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
handflata, palm, handflatan, gömma i handflatan, handleds

φοίνικας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mitali, kunniamerkki, kämmen, palmu, Palm, kämmenen, palmujen

φοίνικας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
palme, palm, håndfladen, håndflade, håndflader

φοίνικας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
palma, dlaň, vítězství, palmu, palm, palmový, palmového

φοίνικας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wlepić, palma, dłoń, palm, palmy, palmowych

φοίνικας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tenyérhossz, tenyér, horgonyköröm, pálma, tenyérszélesség, tenyerét, palm, pálmafákkal

φοίνικας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
palmiye, hurma, palm, avuç, avuç içi

φοίνικας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
долоня, клапан, жменю, гладити, жменя, лапа, пальма, кокосу, Пальмі, Палма

φοίνικας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pëllëmbë, palme, Palm, palma, hurma

φοίνικας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
палма, длан, палмово, дланта, палмови

φοίνικας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пальма, Керчь

φοίνικας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
palm, peopesa, tulus, pihk, palmi, palmiõli, peopesaga

φοίνικας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
palme, palmama, lopatica, dlan, šaka, palma, Palm, palmino, palminog

φοίνικας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lófa, Palm, í Palm, pálma

φοίνικας στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
palma

φοίνικας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
medalis, palmė, delnas, Palm, palmių, delno

φοίνικας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
medaļa, palma, palmu, palm, plaukstas, plaukstu

φοίνικας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дланка, дланката, на дланка, палмови, палмово

φοίνικας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
palmă, palmier, de palmier, palma, pentru mâini

φοίνικας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
palma, palm, palmovo, palme, palmovega

φοίνικας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dlaň, palma, palmový, dlaní, dlane, Palm

Στατιστικά δημοτικότητας: φοίνικας

Τυχαίες λέξεις