Čerpadlo στα ελληνικά
Μετάφραση: čerpadlo, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρόμπα, αντλία, φουσκώνω, αντλίας, της αντλίας, αντλιών, την αντλία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- andělský στα ελληνικά - αγγελικός, αγγελική, αγγελικό, αγγελικά, αγγελικές
- holdovat στα ελληνικά - ξεφαντώνω, εξαρτημένος, εθισμένος, εξαρτημένο, εθισμένο, εξαρτημένου
- neprodyšnost στα ελληνικά - σφίξιμο, στεγανότητα, στεγανότητας, σφίξιμο στο, στενότητα
- odtok στα ελληνικά - οχετός, στραγγίζω, διέξοδος, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Čerpadlo στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρόμπα, αντλία, φουσκώνω, αντλίας, της αντλίας, αντλιών, την αντλία
Μεταφράσεις: τρόμπα, αντλία, φουσκώνω, αντλίας, της αντλίας, αντλιών, την αντλία