Čin στα ελληνικά

Μετάφραση: čin, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κονσέρβα, κασσίτερος, κασσιτέρου, κασσίτερο, κασσίτερου, του κασσιτέρου
Čin στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cílení στα ελληνικά - Στόχευση, στόχευσης, Στόχευση των, Στοχοθέτηση, Η στόχευση
  • cílit στα ελληνικά - σκοπεύω, βλέψη, σκοπός, αποβλέπω, στόχος, στόχο, στόχου, ...
  • cínování στα ελληνικά - κασσιτέρωση, γανώματος, επικασσιτερώσεως, επικασσιτερωση, επικασσιτέρωσης
  • cíp στα ελληνικά - ποδοκόπι, γόνατα, πλαταγίζω, πουρμπουάρ, γύρος, ουρά, αιχμή, ...
Τυχαίες λέξεις
Čin στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κονσέρβα, κασσίτερος, κασσιτέρου, κασσίτερο, κασσίτερου, του κασσιτέρου