Λέξη: μουγκρητό

Σχετικές λέξεις: μουγκρητό

μουγκρητό συνώνυμα

Μεταφράσεις: μουγκρητό

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
moan, moo, roar
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gemir, gemido, quejarse, mu, mugido, mugir, moo, de MOO
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stöhnen, ächzen, gejammer, wehklagen, wehgeschrei, jammern, wehklage, muhen, muh, moo, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
plainte, rouspéter, belons, bêlez, râler, gémissent, lamenter, gémissement, geindre, gémissez, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gemito, lamento, gemere, lamentarsi, muggito, muggire, moo, di MOO, su MOO
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
carpir, gemer, mugido, mugir, moo, do MOO, de moo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kreunen, kermen, zuchten, loeien, Moo, Moo van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
стенать, стенание, причитать, застонать, стонать, жалоба, охнуть, выть, жаловаться, простонать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stønne, stønn, jamre, moo
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stöna, moo, mu, råma
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
itkeä, ruikuttaa, valitus, uikuttaa, pahoitella, ammua, ammuminen, Moo, ammuu
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
moo, buh, muh
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nářek, naříkat, sténat, lkát, hořekovat, bědovat, oplakávat, bučení, bučet, Moo
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
biadać, narzekać, biadolić, zastękać, stękać, jęk, jęczeć, lamentować, biadolenie, muczeć, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyögdécselés, morgolódás, nyögés, nyöszörgés, bőg, Moo, mú, tehénbőgés, bőgés
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
inlemek, böğürme, moo, böğürmek
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мукання, рик, рик великої, ревіння
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pallje, Moo, pëllas, Mo
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стон, мучене, муча, Moo, Муу, Му
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мыканне, рыканьне, рык, рыканне, мычанне
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
oigama, ammuma, ammumine, Moo, Tulistage
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jaukati, stenjati, jecati, jadikovati, stenjanje, mukanje, mukati, Moo, mukanje krave
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Moo
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
gemitus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mykti, mykimas, Moo, baubti, baubimas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vaidēt, maurošana, maut, moo
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Му, Moo, Мо, муча, Ру Му
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
muget, Moo, mugetul, muu, mugi
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
senat, moo, Mukanje, Mukati
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stenať, ston, bučanie, bučania, bučaniu
Τυχαίες λέξεις