Λέξη: άψυχος
Συνώνυμα: άψυχος
νεκρός, άκαρδος, ευτελής, άθυμος, αναίσθητος, άπνους
Μεταφράσεις: άψυχος
άψυχος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
inanimate, lifeless, soulless, insentient, exanimate
άψυχος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inanimado, sin vida, inerte, muerto, muerta
άψυχος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unbelebt, leblos, leblosen, leblose, lebloser, lebloses
άψυχος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inanimé, sans vie, inerte, morte, inanimée
άψυχος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
senza vita, esanime, privo di vita, lifeless, inerte
άψυχος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sem vida, inanimado, lifeless, inerte, morto
άψυχος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
levenloos, levenloze, lifeless, futloos, dode
άψυχος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неживой, безжизненный, неоживленный, скучный, бездеятельный, неодушевленный, вялый, безжизненным, безжизненной, безжизненными, безжизненные
άψυχος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
livløs, livløse, livløst, han tar den livløse
άψυχος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
livlösa, livlös, livlöst
άψυχος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
eloton, ilmeetön, elottoman, elottomia, elottomat, elotonta
άψυχος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
livløse, livløs, livløst, dødt
άψυχος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bezduchý, neživý, bez života, mrtvé, neživé
άψυχος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nieżywotny, bezduszny, nieożywiony, bez życia, martwy, nieżywy, martwe, lifeless
άψυχος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
élettelen, élettelenül, élettelennek, az élettelen, élettelenek
άψυχος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cansız, cansız bir, ölü, cansızdır
άψυχος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
улюблений, коханець, неживий, позбавлений життя, безжиттєвий, мертвий, млявий
άψυχος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pajetë, vdekur, pajetë, i vdekur, pa jetë
άψυχος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
безжизнен, безжизнена, мъртва, безжизненото, безжизнени
άψυχος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
безжыццёвы, нежывы, знежывелы, нежывы мэ-
άψυχος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
elutu, elutud, elutuks, elutus, hingetu
άψυχος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neživ, beživotan, mrtav, beživotno, beživotna, lifeless, beživotni
άψυχος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lífvana, líflaust
άψυχος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
negyvas, bedvasis, negyvi, negyva
άψυχος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nedzīvs, nedzīva, nedzīvas, nedzīvā
άψυχος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
безживотна, безживотно, безживотни, безживотното, безживотен
άψυχος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lipsit de viață, fără viață, fara viata, neînsuflețit, lipsită de viață
άψυχος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
neživa, brez življenja, živosti, mrtev, mrtvo
άψυχος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
neživý, neživotní, živého