Člen στα ελληνικά
Μετάφραση: člen, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρίμηνο, συνάδελφος, διορία, άρθρο, συνδέω, κομμάτι, τύπος, άντρας, μέλος, πράγμα, στέλεχος, όρος, κρίκος, κράτη, μέλους, τα κράτη, των κρατών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bohatost στα ελληνικά - αφθονία, πλούτος, συρροή, πλούτο, πλούτου, τον πλούτο
- flitr στα ελληνικά - πούλια, σεκίνι, φλώρι, τσέκι, πούλιες
- nabývat στα ελληνικά - πρήζω, φουσκώνω, εξογκώνω, αποκτούν, να αποκτήσουν, αποκτήσουν, αποκτά, ...
- odskočit στα ελληνικά - αναπηδώ, άνοιξη, εκτινάσσομαι, γκελ, αναπήδηση, ριμπάουντ, ανακάμψει, ...
Τυχαίες λέξεις
Člen στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρίμηνο, συνάδελφος, διορία, άρθρο, συνδέω, κομμάτι, τύπος, άντρας, μέλος, πράγμα, στέλεχος, όρος, κρίκος, κράτη, μέλους, τα κράτη, των κρατών
Μεταφράσεις: τρίμηνο, συνάδελφος, διορία, άρθρο, συνδέω, κομμάτι, τύπος, άντρας, μέλος, πράγμα, στέλεχος, όρος, κρίκος, κράτη, μέλους, τα κράτη, των κρατών