Λέξη: λάδωμα

Σχετικές λέξεις: λάδωμα

λάδωμα δίπλωμα οδήγησης, λάδωμα στα αγγλικα, δίπλωμα λάδωμα, λάδωμα πόρτας, λάδωμα ραπτομηχανής, λάδωμα αλυσίδας ποδηλάτου, λάδωμα εξετάσεις οδήγησης, λάδωμα συνώνυμο, λάδωμα μαλλιών, λάδωμα για δίπλωμα μηχανής

Συνώνυμα: λάδωμα

γρασσάρισμα

Μεταφράσεις: λάδωμα

λάδωμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bribery, oiling, lubrication, oiled, lubricate, oil after

λάδωμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cohecho, soborno, aceitado, engrase, lubricación, engrasar, de lubricación

λάδωμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bestechung, Ölung, Ölen, Einölen, Beölung, Ölungs

λάδωμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
corruption, pot-de-vin, graissage, huilage, lubrification, mazoutage, huiler

λάδωμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corruzione, oliatura, lubrificazione, di lubrificazione, disoleatura, di oliatura

λάδωμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lubrificação, olear, de lubrificação, oiling, oleamento

λάδωμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
omkoping, oliën, olien, oiling, het olien, geolied

λάδωμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
взяточничество, подкупность, подкуп, продажность, смазка, смазки, Масляная, Смазочная, промасливание

λάδωμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bestikkelse, oljing, smøring, oljes, oljebehandlinger, oiling

λάδωμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
oljning, inoljning, oljeavskiljning, oljas

λάδωμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lahjominen, lahjonta, öljyäminen, osalta rasvanpoisto, öljytä, öljyämistä, voitelemiseen öljyllä

λάδωμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
oliering, olieudskillelse, udskilning, smøring, smøres

λάδωμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
podplácení, úplatkářství, uplácení, korupce, olejování, mazání, zbaví oleje, se zbaví oleje, mazání olejem

λάδωμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
łapownictwo, łapówkarstwo, przekupstwo, olejowanie, Smarowanie, smarowania, oliwienie, odolejanie

λάδωμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vesztegetés, olajozás, olajozása, olajzása, olajtalanítás

λάδωμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yağlama, yağlıyor, bir yağlama, oiling, yağlanması

λάδωμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хабарництво, мастило, змащення, змазка, змащування, смазка

λάδωμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vajosje

λάδωμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обезмасляване, Мазителната, омасляване, смазване, от смазване

λάδωμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
змазка, сістэма змазкі, спецыяльныя аксэсуары, змазкі, смазка

λάδωμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
korruptsioon, äraostmine, õlitamine, õlitamist, õlitus, õlitust, määrida juustuvormi

λάδωμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
podmićivanje, podmitljivost, podmazivanje, podmazivati, mazanje uljem, premazivanje uljem, postupak odmašćivanja

λάδωμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
oiling, smurningu, smurningar

λάδωμα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
corruptio

λάδωμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tepimas, nuriebalinimą, Išplaukimo aliejumi

λάδωμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
eļļošanas, eļļošana, eļļošanu, ieeļļošana, attīrīšana no eļļas

λάδωμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
подмачкување, маслото, на маслото, отстранување на маслото

λάδωμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mită, ungere, ungerea, uleiere, lubrifiere, de ungere

λάδωμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
oljenje, mazanje, naoljenje, oljiti, razmaščevanje

λάδωμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
olejovanie
Τυχαίες λέξεις