Bývalý στα ελληνικά

Μετάφραση: bývalý, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περασμένος, πρώην, παρελθόν, πρώτη, προηγούμενο, πρώτο, προηγούμενη
Bývalý στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • býložravec στα ελληνικά - χορτοφάγο, φυτοφάγο, φυτοφάγα, φυτοφάγων, των φυτοφάγων, φυτοφάγο ζώο
  • být στα ελληνικά - υπάρχω, ζω, όν, είναι, να, να είναι, ήταν
  • bědovat στα ελληνικά - θρηνώ, μουγκρίζω, μοιρολογώ, οδυρμός, μουγκρητό, στενάζω, θρήνος, ...
  • bědování στα ελληνικά - στριγγλίζω, οδυρμός, μοιρολογώ, θρηνώ, θρήνος, θρήνο, θρήνου, ...
Τυχαίες λέξεις
Bývalý στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περασμένος, πρώην, παρελθόν, πρώτη, προηγούμενο, πρώτο, προηγούμενη