Běžec στα ελληνικά
Μετάφραση: běžec, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δρομέας, κέρσορας, αθλητής, δρομέα, συμμετέχων, runner, ολισθητήρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- běsnit στα ελληνικά - φουντώνω, τρικυμία, ενθουσιώδης, λυσσομανώ, διθυραμβικός, μανία, οργή, ...
- běsnění στα ελληνικά - μανία, οργή, λύσσα, οργής, την οργή, η οργή
- běžet στα ελληνικά - εργασία, τρέχω, δουλειά, εργάζομαι, δουλεύω, τρέξιμο, κίνηση, ...
- běžný στα ελληνικά - συχνός, μπόλικος, συχνάζω, συνηθισμένος, συνήθης, κοινός, ρεύμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Běžec στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δρομέας, κέρσορας, αθλητής, δρομέα, συμμετέχων, runner, ολισθητήρα
Μεταφράσεις: δρομέας, κέρσορας, αθλητής, δρομέα, συμμετέχων, runner, ολισθητήρα