Λέξη: απαγορευμένο
Σχετικές λέξεις: απαγορευμένο
απαγορευμένο βίντεο ελληνίδας τραγουδίστριας σε ξενοδοχείο, απαγορευμένο τσαλίκης, απαγορευμένο 2, απαγορευμένο βίντεο της μενεγάκη, απαγορευμένο στίχοι, απαγορευμένο δάσος, απαγορευμένο 3, απαγορευμένο ποδήλατο, απαγορευμένο βίντεο με την αννίτα πάνια, απαγορευμένο φορτίο
Μεταφράσεις: απαγορευμένο
απαγορευμένο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
taboo, forbidden, prohibited, banned, proscribed, a prohibited
απαγορευμένο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tabú, prohibido, prohibida, prohibidos, prohibidas, prohibida su
απαγορευμένο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
das, tabu, verboten, unantastbar, untersagt, verbotenen, verbotene
απαγορευμένο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
prohibition, défense, interdiction, tabou, interdit, interdite, défendu, interdits, interdites
απαγορευμένο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tabù, proibito, vietato, proibita, vietata, forbidden
απαγορευμένο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
proibido, proibida, proibidos, proibidas, vedado
απαγορευμένο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
taboe, verboden, toegestaan, niet toegestaan, verboden is
απαγορευμένο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
запрещенный, табу, священный, запрет, воспрещение, запретный, запрещено, запрещены, запрещен, Запрещается, запрещена
απαγορευμένο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forbudt, forbudte, ikke tillatt, forbudt å, forbud
απαγορευμένο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tabu, förbjuden, förbjudet, förbjudna, förbjudit, förbjudet att
απαγορευμένο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kielletty, kiellettyä, kiellettyjä, kieltänyt, kielletään
απαγορευμένο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tabu, forbudt, forbydes, forbudte, er forbudt, forbudt at
απαγορευμένο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tabu, zákaz, zakázaný, zakázáno, zakázán, zakázána, zakázány
απαγορευμένο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zakaz, nietykalny, tabu, nakaz, zakazany, zabroniony, zabronione, wzbroniony, zakazane
απαγορευμένο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tabu, tiltott, tilos, megtiltotta, megtiltották, tiltja
απαγορευμένο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yasak, yasaktır, yasaklanmıştır, yasaklanmış, haram
απαγορευμένο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
священний, табу, забороняти, заборона, заборонити, заборонено, заборонене
απαγορευμένο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i ndaluar, ndaluar, e ndaluar, ndalohet, ndaluara
απαγορευμένο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
табу, забранен, забранено, забранени, забранена, Забранява
απαγορευμένο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
забаронена, забароненае, забаронены
απαγορευμένο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
keeldsõna, tabu, tabusõna, keelatud, on keelatud, keelata, keelanud
απαγορευμένο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zabranjen, zabranjeno, zabranjena, zabranjeni, zabranjene
απαγορευμένο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bannað, bönnuð, Óheimilt, bannaðar, óheimil
απαγορευμένο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tabu, draudžiamas, draudžiama, Uždraudė, uždrausta, draudžiami
απαγορευμένο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aizliegts, aizliegta, aizliegtas, aizliegti, aizliedz
απαγορευμένο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
забрането, забранува, забрането е, забранети, забранета
απαγορευμένο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
interzis, tabu, interzisă, interzise, interzisa, interzice
απαγορευμένο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tabu, prepovedano, prepovedana, prepovedan, prepovedani, prepovedane
απαγορευμένο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tabu, zakázaný, zakázané
Στατιστικά δημοτικότητας: απαγορευμένο
Τυχαίες λέξεις