Dědičnost στα ελληνικά
Μετάφραση: dědičnost, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κληρονομικότητα, κληρονομιά, κληρονομικότητας, η κληρονομικότητα, την κληρονομικότητα, της κληρονομικότητας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dědictví στα ελληνικά - σειρά, κειμήλιο, διαδοχή, κληρονομιά, κληρονομία, κληρονομιάς, πολιτιστικής κληρονομιάς, ...
- dědit στα ελληνικά - κληρονομώ, προέρχομαι, κληρονομούν, κληρονομήσουν, κληρονομήσει, να κληρονομήσει, κληρονομεί
- dědičný στα ελληνικά - κληρονομικός, πατρογονικός, προγονικός, κληρονομική, κληρονομικά, κληρονομικές, κληρονομικής
- dědění στα ελληνικά - σειρά, διαδοχή, κληρονομία, κληρονομιά, κληρονομιάς, κληρονομίας, κληρονομικότητα
Τυχαίες λέξεις
Dědičnost στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κληρονομικότητα, κληρονομιά, κληρονομικότητας, η κληρονομικότητα, την κληρονομικότητα, της κληρονομικότητας
Μεταφράσεις: κληρονομικότητα, κληρονομιά, κληρονομικότητας, η κληρονομικότητα, την κληρονομικότητα, της κληρονομικότητας