Dlužný στα ελληνικά

Μετάφραση: dlužný, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρέπων, απαιτούμενος, λόγω, οφείλεται, εξαιτίας, λόγω της, οφείλονται
Dlužný στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dlužit στα ελληνικά - χρωστώ, οφείλω, οφείλουμε, οφείλουν, οφείλετε, χρωστάμε
  • dlužník στα ελληνικά - δανειζόμενος, οφειλέτης, οφειλέτη, του οφειλέτη, χρεώστη, υπόχρεος
  • dláto στα ελληνικά - καλέμι, λαξεύω, σμίλη, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο
  • dláždit στα ελληνικά - προλειάνει, ανοίξει, να ανοίξει, προετοιμάσει, ανοίξουν
Τυχαίες λέξεις
Dlužný στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρέπων, απαιτούμενος, λόγω, οφείλεται, εξαιτίας, λόγω της, οφείλονται