Λέξη: βρίσκω

Σχετικές λέξεις: βρίσκω

βρίσκω τις διαφορές, βρίσκω αφμ, βρίσκω τκ, βρίσκω δουλειά, βρίσκω αμκα, βρίσκω διαδρομή, βρίσκω το ποσοστό, βρίσκω τον ωροσκόπο μου, βρίσκω εργασία, βρίσκω συνώνυμα

Συνώνυμα: βρίσκω

ευρίσκω, παράγω, εξάγω, παίρνω, αντλώ, αποκτώ, επικρατώ, προμηθεύομαι, εξασφαλίζω, ανακαλύπτω, περνώ, συναντώ τυχαία, έχω, προφτάνω

Μεταφράσεις: βρίσκω

βρίσκω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
find, I find, may find, I find it, find it

βρίσκω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ubicar, atinar, hallazgo, encontrar, hallar, encontrará, encuentra, buscar, encuentre

βρίσκω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
entdeckung, finden, fund, fundstück, enthüllen, entdecken, zu finden, finden Sie, gefunden

βρίσκω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
trouvent, retrouver, détecter, révélation, trouvez, constater, dénicher, trouvons, révéler, repérer, trouvaille, déceler, découverte, trouver, découvrir, établir, trouverez, trouver des, trouve

βρίσκω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scovare, trovare, scoperta, individuare, trovare a, troverete, ricerca di

βρίσκω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
achado, financeiro, encontrar, deparar, achar, encontrará, encontra, descobrir

βρίσκω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontdekken, vinden, aantreffen, bevinden, treffen, te vinden, vind, vindt, voorbeeld

βρίσκω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выказать, обнаружить, обеспечивать, заставать, застать, субсидировать, доискаться, решать, разговориться, подыскать, искать, выявить, улучать, считать, найти, обнаруживать, находить, найдете, поиска, узнать

βρίσκω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
finne, funn, finner, å finne, finne et, med å finne

βρίσκω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
upptäcka, finna, hitta, hittar, du, att hitta

βρίσκω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huomata, löytää, pitää, vastaanottaa, löytö, löytämään, löytääkseen, löydät, löydä

βρίσκω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
opdagelse, finde, at finde, finder, find, med at finde

βρίσκω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nacházet, zjistit, sehnat, konstatovat, vypátrat, zaopatřit, zpozorovat, nález, objev, objevit, najít, nalézt, rezervujte, si, naleznete

βρίσκω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odkrywać, znalezisko, dowiadywać, odszukać, odkryć, odnajdywać, odkrycie, znaleźć, stwierdzać, znajdować, odnajdować, wykopalisko, odnaleźć, znajdziesz, znaleźliśmy

βρίσκω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
talál, találják, megtalálják, megtalálja

βρίσκω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bulmak, bulabilirsiniz, bulacaksınız, bulmanıza, arayan

βρίσκω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виявити, шукати, знайти, знахідка, відкриття, знаходити

βρίσκω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjej, gjeni, të gjeni, gjetur, të gjetur

βρίσκω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
намирам, намерите, намери, намерят, откриете

βρίσκω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
знаходзiць, знаходзіць, шукаць

βρίσκω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
avastama, arvama, pidama, leidma, leida, leiavad, arvates

βρίσκω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
saznati, pronađi, traženje, ustanoviti, pronaći, naći, nalaze, pronašli, smatraju

βρίσκω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
finna, að finna, fundið, finnur, borginni

βρίσκω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
reperio

βρίσκω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rasti, atradimas, atrasti, radinys, surasti, rasite, susirasti

βρίσκω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atklājums, uztvert, atklāšana, atklāt, atrast, uziet, atrastu, uzskata, atradīsiet, meklēt

βρίσκω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
најдете, најде, се најде, најдат, најдеме

βρίσκω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
afla, găsi, gasi, găsiți, găsească, gasiti

βρίσκω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
najti, Ugotovijo, najdete, našli

βρίσκω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nájsť, vyhľadať

Στατιστικά δημοτικότητας: βρίσκω

Τυχαίες λέξεις