Dokument στα ελληνικά

Μετάφραση: dokument, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γραφή, πράξη, έγγραφο, εγγράφου, εγγράφων, το έγγραφο, έγγραφο που
Dokument στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • doktrinářský στα ελληνικά - δογματικός, δογματική, δογματικό, δογματικοί, δογματικούς
  • doktrína στα ελληνικά - δόγμα, δόγματος, θεωρία, διδασκαλία, το δόγμα
  • dokumentace στα ελληνικά - τεκμηρίωση, τεκμηρίωσης, έγγραφα, φάκελο, εγγράφων
  • dokumentovat στα ελληνικά - έγγραφο, εγγράφου, εγγράφων, το έγγραφο, έγγραφο που
Τυχαίες λέξεις
Dokument στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γραφή, πράξη, έγγραφο, εγγράφου, εγγράφων, το έγγραφο, έγγραφο που