Λέξη: γειτονικός

Σχετικές λέξεις: γειτονικός

γειτονικός συνώνυμο, γειτονικός συνωνυμα, γειτονικός αριθμός

Συνώνυμα: γειτονικός

παρακείμενος, προσκείμενος, συνεχόμενος, συναφής, παραπλήσιος, πρόθυμος, φιλικός

Μεταφράσεις: γειτονικός

γειτονικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
neighbouring, adjacent, neighboring, nearby, contiguous, neighborly

γειτονικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adyacente, adyacentes, junto, lado, al lado

γειτονικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
benachbart, nahe, angrenzend, benachbarten, angrenzenden, neben

γειτονικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
avoisinant, adjacent, adjacente, côté, adjacentes, à côté

γειτονικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
adiacente, adiacenti, vicino, accanto, sempre adiacenti

γειτονικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adjacente, adjacentes, ao lado, lado, junto

γειτονικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanliggend, aangrenzend, naburig, aangrenzende, grenzend, grenst, naburige

γειτονικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
близлежащий, соседний, смежный, рядом, прилегающих, примыкает, смежно

γειτονικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilstøtende, ved siden, ved siden av, tilknytning, nærliggende

γειτονικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
intilliggande, angränsande, intill, anslutning, i anslutning

γειτονικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vierekkäinen, vieressä, viereisen, vierekkäisten, vierekkäisen

γειτονικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilstødende, støder op, ved siden, støder, der støder op

γειτονικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sousedící, blízký, vedlejší, sousední, přilehlý, v blízkosti, přilehlé, sousedí

γειτονικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ościenny, okoliczny, przyległy, przylegający, sąsiadujący, sąsiedztwie, w sąsiedztwie

γειτονικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szomszédos, mellett, a szomszédos, melletti, szomszédságában

γειτονικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bitişik, komşu, bitişiğinde, bitişik olarak, yakın

γειτονικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
суміжний, межування, сусідній, межує, що межує

γειτονικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i afërt, ngjitur, pranë, afër, afërsi

γειτονικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съседен, непосредствена близост, в непосредствена близост, в съседство, съседна

γειτονικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сумежны

γειτονικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
külgneva, külgnevad, külgnevate, külgneb, külgnevat

γειτονικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
susjedni, susjedstvu, susjednih, okolni, srodan, susjedan, u susjedstvu, susjedna

γειτονικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samliggjandi, hliðina, aðliggjandi, við hliðina, liggur

γειτονικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gretimas, šalia, greta, ribojasi, gretimų

γειτονικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
blakus, atrodas blakus, tuvumā, līdzās, kas atrodas blakus

γειτονικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
во непосредна близина, соседни, во близина, соседните, непосредна близина

γειτονικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
adiacent, adiacente, adiacentă, lângă, apropierea

γειτονικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sosednji, meji, mejijo, sosednja, sosednje

γειτονικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
priľahlý, priľahlé, susedný, okolostojaci, okolitý
Τυχαίες λέξεις