Dozírat στα ελληνικά
Μετάφραση: dozírat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτηρώ, επιθεωρώ, εποπτεύω, επιβλέπω, επιστατώ, επιβλέπει
Μεταφράσεις
- dozrát στα ελληνικά - μεστός, ωριμάζω, μεστώνω, ώριμος, ωριμάζουν, ωριμάσουν, ωριμάσει, ...
- dozrávání στα ελληνικά - ωρίμανση, ωρίμανσης, την ωρίμανση, ωριμάνσεως, ωρίμανση των
- dočasný στα ελληνικά - χρονικός, φυγάς, πρόσκαιρος, φυγόδικος, προσωρινός, εγκόσμιος, κοσμικός, ...
- dočasně στα ελληνικά - προσωρινά, προσωρινή, την προσωρινή, προσωρινώς, προσωρινής
Τυχαίες λέξεις
Dozírat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτηρώ, επιθεωρώ, εποπτεύω, επιβλέπω, επιστατώ, επιβλέπει
Μεταφράσεις: επιτηρώ, επιθεωρώ, εποπτεύω, επιβλέπω, επιστατώ, επιβλέπει