Drén στα ελληνικά
Μετάφραση: drén, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οχετός, στραγγίζω, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, στραγγίζετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- drážka στα ελληνικά - αυλάκι, εντομή, σκοράρω, χάσμα, σχισμή, ρωγμή, σκορ, ...
- drážkovat στα ελληνικά - εικοσαριά, σκορ, αυλακώνω, εντομή, σκοράρω, αυλάκι, σκάψιμο, ...
- drť στα ελληνικά - μπάζα, χαλάσματα, χαλίκι, Θρυμματισμένο, συνθλίβονται, Θρυμματισμένα, Θρυμματισμένος, ...
- držadlo στα ελληνικά - κουτουλώ, λαβή, άξονας, χερούλι, πιάνω, κράτημα, θήκη, ...
Τυχαίες λέξεις
Drén στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οχετός, στραγγίζω, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, στραγγίζετε
Μεταφράσεις: οχετός, στραγγίζω, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, στραγγίζετε