Λέξη: ανανέωση

Σχετικές λέξεις: ανανέωση

ανανέωση ταυτότητας, ανανέωση cosmote, ανανέωση διπλώματος οδήγησης τιμη, ανανέωση διπλώματος, ανανέωση βιβλιαρίου ικα 2014, ανανέωση διαβατηρίου, ανανέωση επαγγελματικού διπλώματος οδήγησης, ανανέωση μελετητικού πτυχίου, ανανέωση χρόνου ομιλίας cosmote, ανανέωση άδειας παραμονής αλλοδαπού 2014, ανανέωση διπλώματος οδήγησης, ανανέωση άδειας οδήγησης, ανανέωση διαβατηριου, ανανέωση βιβλιαρίου ικα

Συνώνυμα: ανανέωση

παράταση

Μεταφράσεις: ανανέωση

ανανέωση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
renewal, renewal of, renewing, renew, renewed

ανανέωση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
prolongación, renovación, la renovación, de renovación, renovación de, renovar

ανανέωση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erneuerung, Erneuerung, Verlängerung, Jahres, Erneuerungs

ανανέωση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rallonge, prolongation, prolongement, regain, reconduction, reconstitution, allongement, renouvellement, reprise, restauration, renouveau, rénovation, le renouvellement, de renouvellement

ανανέωση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
allungamento, rinnovamento, rinnovo, di rinnovo, il rinnovo, di rinnovamento

ανανέωση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
renovação, de renovação, a renovação, renovação de, prorrogação

ανανέωση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vernieuwing, hernieuwing, verlenging, de vernieuwing, vernieuwen

ανανέωση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обновление, восстановление, возобновление, повторение, продление, возрождение, пополнение, пролонгация, обновления, возобновления

ανανέωση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fornyelse, fornying, fornyelsen, fornyelses

ανανέωση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förnyelse, förnyelsen, förlängning, förnya, förnyande

ανανέωση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
täydentäminen, uudistus, uusiminen, uudistaminen, uusimisen, uusimista, uudistamista, uusimisesta

ανανέωση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fornyelse, forlængelse, fornyelsen, fornyelse af, fornyet

ανανέωση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
opakování, obnova, prolongace, obnovení, prodloužení, obnovu, obnovy

ανανέωση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odnawianie, wznowienie, odnowienie, odnowa, przedłużenie, ponowienie, odnowienia

ανανέωση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felújítás, megújítás, megújítása, megújítási, megújítását

ανανέωση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yenileme, yenilenme, yenilenmesi, bir yenilenme, Renewal

ανανέωση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відновлюваний, оновлення, поновлення, відновлення

ανανέωση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përtëritje, rinovimi, rinovimin, rinovimit, ripërtëritjes

ανανέωση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подновяване, обновяване, подновяването, обновление, обновяването

ανανέωση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абнаўленне

ανανέωση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
uuendamine, pikendus, uuendamisel, uuendamise, pikendamise, uuendamist

ανανέωση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ponavljanje, reprodukcija, produženje, obnove, obnova, obnovu, obnavljanje, obnovi

ανανέωση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
endurnýjun, ENDURNÝJUNAR, ENDURNÝJUNAR MARKAÐSLEYFIS, endurnýja, endumýjun

ανανέωση στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
renovatio

ανανέωση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atnaujinimas, atnaujinimo, atnaujinti, pratęsimo, atnaujinimui

ανανέωση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atjaunošana, atjaunošanu, atjaunošanas, atjaunošanai, atjaunošanos

ανανέωση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
обновување, обнова, обновување на, обновувањето, продолжување

ανανέωση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reînnoire, reînnoirea, de reînnoire, reînnoirii, relaxare

ανανέωση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obnova, obnovitev, podaljšanje, prenova, obnovo

ανανέωση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obnovení, obnova, obnovenie, obnovu, obnovy, obnovovanie

Στατιστικά δημοτικότητας: ανανέωση

Τυχαίες λέξεις