Drhnout στα ελληνικά
Μετάφραση: drhnout, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλέθω, τρίβω, εκκαθαρίζω, τρίζω, λιώνω, θάμνοι, ρουμάνι, αγγαρεία, χαμόδεντρα, χτενίζω, τρίψιμο, RUB, τρίψτε, τρίβετε, τρίψτε το
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- drezírovat στα ελληνικά - αμαξοστοιχία, τρένο, εκπαιδεύω
- drezúra στα ελληνικά - προπόνηση, εκπαίδευση, προπονούμενος, Ιππικής Δεξιοτεχνίας, Dressage, Ιππική Δεξιοτεχνία, Ιππικής, ...
- driblovat στα ελληνικά - καταβρέχω, τρίπλα, ντρίμπλα, dribble, ντρίπλα, ντρίμπλας
- drilovat στα ελληνικά - τροχός, τριβελίζω, άσκηση, τρυπάνι, τρυπανιού, διάτρησης, δράπανο
Τυχαίες λέξεις
Drhnout στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλέθω, τρίβω, εκκαθαρίζω, τρίζω, λιώνω, θάμνοι, ρουμάνι, αγγαρεία, χαμόδεντρα, χτενίζω, τρίψιμο, RUB, τρίψτε, τρίβετε, τρίψτε το
Μεταφράσεις: αλέθω, τρίβω, εκκαθαρίζω, τρίζω, λιώνω, θάμνοι, ρουμάνι, αγγαρεία, χαμόδεντρα, χτενίζω, τρίψιμο, RUB, τρίψτε, τρίβετε, τρίψτε το