Elementární στα ελληνικά
Μετάφραση: elementární, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρωταρχικός, θεμελιώδης, στοιχειώδης, πρώτος, ουσιώδης, στοιχειώδη, δημοτικό, στοιχειώδεις, στοιχειώδες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- elektronový στα ελληνικά - ηλεκτρονικός, ηλεκτρόνιο, Electron, ηλεκτρονίων, Ηλεκτρονική, Ηλεκτρονικές
- element στα ελληνικά - εξάρτημα, στοιχείο, συστατικός, στοιχείου, στοιχείων, στοιχεία, το στοιχείο
- elevace στα ελληνικά - ανάδειξη, ύψωση, ανύψωση, υψόμετρο, αύξηση, όψη, ανύψωσης
- eliminace στα ελληνικά - εξάλειψη, αποβολή, κατάργηση, εξάλειψης, εξάλειψης της
Τυχαίες λέξεις
Elementární στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρωταρχικός, θεμελιώδης, στοιχειώδης, πρώτος, ουσιώδης, στοιχειώδη, δημοτικό, στοιχειώδεις, στοιχειώδες
Μεταφράσεις: πρωταρχικός, θεμελιώδης, στοιχειώδης, πρώτος, ουσιώδης, στοιχειώδη, δημοτικό, στοιχειώδεις, στοιχειώδες