Λέξη: φίμωτρο

Σχετικές λέξεις: φίμωτρο

φίμωτρο blog, φίμωτρο για σκύλους, υποχρεωτικό φίμωτρο, φίμωτρο ερτ, φίμωτρο λεξικο, φίμωτρο εκπαίδευσης, φίμωτρο wiki, τρωκτικό φίμωτρο

Συνώνυμα: φίμωτρο

αστείο, καλαμπούρι, ρύγχος, στόμιο όπλου

Μεταφράσεις: φίμωτρο

φίμωτρο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bit, muzzle, gag, a muzzle, muzzled

φίμωτρο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pedazo, embocadura, freno, bozal, hocico, boca, cañón, el hocico

φίμωτρο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stückchen, moment, häppchen, bissen, bit, Maulkorb, Schnauze, Maul, Mündung, Mündungs

φίμωτρο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bit, pièce, instant, mordirent, lopin, mordis, tranchant, peu, morceau, moment, mordîmes, pointe, bout, brin, mors, fragment, museau, bouche, muselière, canon, le museau

φίμωτρο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
museruola, muso, bocca, canna, il muso

φίμωτρο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
instante, momento, bocado, focinho, focinheira, açaime, cano, boca

φίμωτρο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beting, tel, moment, tijdstip, ogenblik, oogwenk, wip, snuit, muilkorf, voorsnuit, de snuit, muzzle

φίμωτρο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
доля, бур, бурав, кусочек, стёклышко, часть, шматок, вожжи, хлам, крошка, частица, зубило, удила, мундштук, капелька, стеклышко, морда, морды, мордочка, дуло, намордник

φίμωτρο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bissel, stykke, munnkurv, snute, snuten, snuteparti, snutepartiet

φίμωτρο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bit, nosparti, nospartiet, munkorg, mynnings, nosen

φίμωτρο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hetki, rahtu, siru, hiven, ajankohta, sirpale, hiukkasen, hiukan, kuono, kuonon, kuonossa

φίμωτρο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stykke, bid, stump, snude, næsepartiet, næseparti, mule, mundkurv

φίμωτρο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
trocha, udidlo, čepel, kus, kousek, špička, čelist, ostří, hrot, čenich, náhubek, tlama, ústí, úsťová

φίμωτρο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bit, część, kawałek, bicie, trochę, płytka, odrobina, świder, kategoria, kąsek, ostrze, cząstka, wędzidło, wiertło, kęs, kaganiec, pysk, morda, kufa, muzzle

φίμωτρο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
darab, kulcstoll, fúrófej, fúróvég, gyaluvas, szájkosár, pofa, fang, orr, csőtorkolati

φίμωτρο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
an, ağız, namlu, muzzle, namlu çıkış, ağızlık

φίμωτρο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відверто, вудила, частка, шматочок, приборкувати, морда, пика

φίμωτρο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
copë, moment, surrat, turi, grykë, gojëz, grimasë

φίμωτρο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
муцуна, намордник, муцуната, дулото, на муцуната

φίμωτρο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
морда, пыса

φίμωτρο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
bitt, hammustama, lõiketera, koon, koonu, koonul, suukorv, koonuosa

φίμωτρο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bit, djelić, dlijeto, njuška, njuške, gubica je, ždrijelo, usta

φίμωτρο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ögn, trýni, trýnið, Trýnið á, Trýnislínan, trýnisvídd á

φίμωτρο στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
frenum

φίμωτρο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kąsnis, gabaliukas, snukis, antsnukis, antšovas, priversti nutilti, nasrai

φίμωτρο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
strēmele, gabaliņš, purns, uzpurnis, apklusināt, respirators, aizliegt izteikties

φίμωτρο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
муцката, муцка, муцката му, муцката на, заштитна корпа

φίμωτρο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bucăţică, clipă, bot, botul, botului, botniță, gura țevii

φίμωτρο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gobec, gobca, muzzle, Njuška, gobcu

φίμωτρο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kus, ňufák, ňucháč, nos, papuľa, čumák

Στατιστικά δημοτικότητας: φίμωτρο

Τυχαίες λέξεις