Inhalace στα ελληνικά

Μετάφραση: inhalace, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εισπνοή, εισπνοής, την εισπνοή, όταν εισπνέεται, της εισπνοής
Inhalace στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ingot στα ελληνικά - ράβδος, ράβδους, χελωνών, πλινθώματος, σε ράβδους
  • ingredience στα ελληνικά - Συστατικά, Υλικά, Ύλες, συστατικά που, Τα συστατικά
  • inhalovat στα ελληνικά - εισπνέω, εισπνέετε, εισπνέουν, εισπνεύσει, εισπνεύσουν
  • inhibice στα ελληνικά - Αναστολή, Η αναστολή, αναστολής, Παρεμπόδιση, την αναστολή
Τυχαίες λέξεις
Inhalace στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εισπνοή, εισπνοής, την εισπνοή, όταν εισπνέεται, της εισπνοής