Λέξη: συνομιλώ
Σχετικές λέξεις: συνομιλώ
συνομιλώ άρα υπάρχω
Συνώνυμα: συνομιλώ
ομιλώ, κουβεντιάζω, μιλώ, συνδιαλέγομαι
Μεταφράσεις: συνομιλώ
συνομιλώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
converse, talk, confabulate, speak with, chat
συνομιλώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
parlamentar, conversar, hablar, conversación, plática, charla, habla
συνομιλώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
reden, invertiert, umgekehrt, gegenteil, sprechen, umkehrung, Gespräch, Vortrag, Rede, Gerede
συνομιλώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
conversent, conversez, inverse, opposé, conversons, converser, causer, parler, contraire, discours, conversation, talk, parle
συνομιλώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
contrario, inverso, opposto, discorso, parlare, colloquio, conversazione, di conversazione
συνομιλώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inverso, conversa, palestra, conversação, falar, talk
συνομιλώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tegengesteld, averechts, omgekeerd, converseren, spreken, praten, gesprek, bespreking, gepraat, praatjes
συνομιλώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
беседовать, беседа, разговор, общаться, общение, обратный, перевернутый, разговаривать, разговоры, говорить, разговора
συνομιλώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
talk, diskusjon, snakk, snakke
συνομιλώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
samtala, talk, diskussion, prata
συνομιλώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
puhua, keskustella, puida, talk, puhetta, puhe, puhuttu
συνομιλώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
konversere, tale, snak, taler, taletid, diskussion
συνομιλώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
konverzovat, obrácený, opačný, hovořit, mluvit, diskuse, talk, hovor, řeč
συνομιλώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
konwersować, odwrotny, konwersowanie, odwrotność, rozmawiać, przeciwny, rozmowa, mówić, gadanie, pogadać, Dyskusja
συνομιλώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
beszélgetés, beszéd, Talk, beszélni, beszélgetési
συνομιλώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zıt, aksi, konuşma, konuşmak, tartışma, talk, konuş
συνομιλώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перевернутий, спілкуватись, розмова, розмову, розмови
συνομιλώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kuvendoj, bisedoj, diskutim, bisedë, flas, flasim, flasin
συνομιλώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
беседа, разговор, приказки, говори, разговори
συνομιλώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гаварыць, размова, размову, гутарка, гутарку, гаворка
συνομιλώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vestlema, ümberpööratud, rääkima, jutuajamine, rääkida, talk, jutt
συνομιλώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pričati, razgovor, razgovora, talk, govoriti, govor
συνομιλώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tala, talað, tal, að tala, tal-
συνομιλώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kalbėtis, kalbėti, pokalbis, aptarimas, kalbama, talk
συνομιλώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
runāt, diskusija, talk, runas, runāts
συνομιλώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
разговор, разговор за, ток, зборува, за разговор
συνομιλώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vorbi, vorbire, convorbire, discuție, de vorbire
συνομιλώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Pogovor, Pogovor o, talk, govori, pogovora
συνομιλώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
konverzovať, opačný, diskusia, diskusie
Τυχαίες λέξεις