Klíčový στα ελληνικά
Μετάφραση: klíčový, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζωτικός, κρίσιμος, κλειδί, πλήκτρο, βασικό, βασικά, βασικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- klíčení στα ελληνικά - βλάστηση, βλαστική ικανότητα, βλαστική, τη βλάστηση, τη βλαστική ικανότητα
- klíčit στα ελληνικά - βλαστάνω, γεννώ, φυτρώνω, προέρχομαι, βλαστήσουν, βλασταίνουν, βλαστήσει, ...
- klíště στα ελληνικά - τικ, τσιμπούρι, tick, κροτώνων, κρότωνα, σημάδι
- klížidlo στα ελληνικά - μέγεθος, διαστασιολόγηση, μεγέθους, κολλαρίσματος, ελέγχου μεγέθους
Τυχαίες λέξεις
Klíčový στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζωτικός, κρίσιμος, κλειδί, πλήκτρο, βασικό, βασικά, βασικές
Μεταφράσεις: ζωτικός, κρίσιμος, κλειδί, πλήκτρο, βασικό, βασικά, βασικές