Krém στα ελληνικά
Μετάφραση: krém, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στιλβώνω, λουστράρω, βερνίκι, λούστρο, κρέμα, γυαλίζω, κρέμας, κρέμα γάλακτος, κρέμας γάλακτος, κρεμ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kráčet στα ελληνικά - βήμα, παγανίζω, κυνηγώ, φόρα, μάρτιος, στέλεχος, σεργιανίζω, ...
- krášlit στα ελληνικά - διακοσμώ, στολίδι, κόσμημα, διακόσμηση, διακοσμητικό, διακοσμήσεων
- krémový στα ελληνικά - κρέμα, κρέμας, κρέμα γάλακτος, κρέμας γάλακτος, κρεμ
- krýt στα ελληνικά - καταφύγιο, φρουρώ, φυλάω, κατοχυρώνω, φύλακας, φρουρά, καταφεύγω, ...
Τυχαίες λέξεις
Krém στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στιλβώνω, λουστράρω, βερνίκι, λούστρο, κρέμα, γυαλίζω, κρέμας, κρέμα γάλακτος, κρέμας γάλακτος, κρεμ
Μεταφράσεις: στιλβώνω, λουστράρω, βερνίκι, λούστρο, κρέμα, γυαλίζω, κρέμας, κρέμα γάλακτος, κρέμας γάλακτος, κρεμ